- ἀρότρων
- ἄροτρονploughneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
οφνίς — ὀφνίς (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕννις, ἄροτρον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με αρχ. πρωσ. wagnis «υνίο» και πιθ. με αρχ. άνω γερμ. waganso και λατ. vomis, eris «υνίο». Στην ίδια οικογένεια πρέπει να ανήκει και ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. ὄφατα δεσμοί… … Dictionary of Greek
όφατα — ὄφατα (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ακαρνάνες) «δεσμοὶ ἀρότρων». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οφνίς] … Dictionary of Greek
Βαλκαμόνικα — Κοιλάδα των ιταλικών Άλπεων, γνωστή για τις χιλιάδες εγχάρακτες απεικονίσεις, από την προϊστορική εποχή, που υπάρχουν στους βράχους των κλιτύων της. Ανάλογα με το ύψος τους, οι απεικονίσεις αυτές κατατάσσονται από τους ειδικούς σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας — Το μουσείο, που βρίσκεται στους Βώρους Ηρακλείου, ιδρύθηκε το 1973 από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μεσσαράς και λειτουργεί από το 1988. Το 1992 έλαβε ειδική διάκριση από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του μουσείου, μίας… … Dictionary of Greek
u̯ogʷhni-s, u̯ogʷhnes- (*su̯ogʷhnes-) — u̯ogʷhni s, u̯ogʷhnes (*su̯ogʷhnes ) English meaning: ploughshare Deutsche Übersetzung: “Pflugschar” Material: Gk. ὀφνίς ὕννις, ἄροτρον Hes. (in addition probably also ὄφατα δεσμοὶ ἀρότρων. ᾽Ακαρνᾶνες Hes.) = O.Pruss. wagnis… … Proto-Indo-European etymological dictionary